- προδιαμαρτύρομαι
- Αεπικαλούμαι προηγουμένως τη μαρτυρία ενός προσώπου («πάντας ὡς ἂν εἰ προδιαμαρτυρομένη, χάριν τοῡ συντρῑψαι τοὺς Ἀχαιούς», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαμαρτύρομαι «επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς και ανθρώπους»].
Dictionary of Greek. 2013.